περγαμηνός

περγαμηνός
-ή, -ό / περγαμηνός, -ή, -όν, ΝΑ [Πέργαμος]
1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο
2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή
βλ. περγαμηνή
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή
ο κάτοικος τής Περγάμου
2. φρ. «περγαμηνός χάρτης» — περγαμηνή φυτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περγαμηνός — citadel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνά — Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc pl Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc/acc dual Περγαμηνά̱ , Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνῶν — Περγαμηνός citadel fem gen pl Περγαμηνός citadel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνόν — Περγαμηνός citadel masc acc sg Περγαμηνός citadel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηναί — Περγαμηνός citadel fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοῖς — Περγαμηνός citadel masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοί — Περγαμηνός citadel masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνοῦ — Περγαμηνός citadel masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνούς — Περγαμηνός citadel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περγαμηνή — Περγαμηνός citadel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”