- περγαμηνός
- -ή, -ό / περγαμηνός, -ή, -όν, ΝΑ [Πέργαμος]1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνήβλ. περγαμηνήνεοελλ.1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνήο κάτοικος τής Περγάμου2. φρ. «περγαμηνός χάρτης» — περγαμηνή φυτική.
Dictionary of Greek. 2013.